- καταφατικῇ
- καταφατικόςaffirmativefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφατική — καταφατικός affirmative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek
καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Веданта — одна из шести главных школ индийской философии. Слово ved anta значит конец Вед. Первоначально это название относилось к трактатам философского и мистического содержания, помещавшимся в конце Вед, в числе так называемых брахман [Брахманы… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
έπαθλο(ν) — το (AM ἔπαθλον) βραβείο που θεσπίζεται για κάτι και κυρίως για τους αγώνες νεοελλ. (λογ.) ο τέταρτος τρόπος τού τέταρτου σχήματος τού κατηγορικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων πρόταση είναι αποφατική, η ελάσσων καταφατική και το συμπέρασμα εν… … Dictionary of Greek
δήπου — και δή που (αοριστολ. επίρρ.) (Α) 1. ίσως, πιθανώς 1. αναμφιβόλως, κατά τη γνώμη μου, βεβαίως, όπως νομίζω, εννοείται, υποθέτω 3. χρησιμοποιείται και ερωτηματικά για να υποδηλώσει καταφατική απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δη* + που*] … Dictionary of Greek
ισάκις — (Α ἰσάκις) [ίσος] επίρρ. 1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.) 2. σε ίσα μέρη νεοελλ. (λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek